-
1 συγκατασπάω
A pull down with oneself,τὸν ἥρωα Luc.Nigr.11
:—[voice] Pass., to be dragged down along with another,ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολήν Id.Pisc.32
; τινι Plu.2.914e; of the collar-bone, Gal.8.361; τὰ φρούρια τὰ εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν συγκατασπασθέντα which were at the same time brought under their dominion, X.Cyr.5.5.24 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκατασπάω
См. также в других словарях:
συγκατασπώ — άω, Α 1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.) 2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.) 3. παθ. συγκατασπῶμαι, άομαι πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek